σκινθαρίζω

σκινθαρίζω
και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκινθαρίζειν — σκινθαρίζω an indecent gesture pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκανθαρίζω — Α βλ. σκινθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”